γενναίους

γενναίους
γενναί̱ους , γενναῖος
true to one's birth
masc acc pl
γενναί̱ους , γενναῖος
true to one's birth
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευανδρώ — εὐανδρῶ, έω (Α) [εύανδρος] 1. (για τόπο) κατοικούμαι από πολλούς άνδρες, κυρίως από γενναίους και ενάρετους, είμαι εύανδρος 2. (για ομάδα ανδρών) αποτελούμαι από ακμαίους, γενναίους, γυμνασμένους άνδρες («εὐανδροῡντι πληρώματι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • γενναιοπρεπώς — γενναιοπρεπῶς επίρρ. (Α) όπως αρμόζει στους γενναίους, γενναία …   Dictionary of Greek

  • επτάπυργος — ἑπτάπυργος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένη περιοχή) με επτά πύργους («εἴ τι πείσεται ἑπτάπυργος ἅδε γᾱ», Ευρ.) 2. αυτός που προέρχεται από επτά γενναίους άντρες («οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τών νεανίσκων εὐλογιστία... τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • μάνα — (mana). Λέξη μελανησιακή η οποία χρησιμοποιείται από τη θρησκευτική φαινομενολογία για να καταδείξει μια δύναμη που πιστεύεται ότι υπάρχει στα διάφορα αντικείμενα ή και στα πρόσωπα. Ο όρος εισήχθη στην επιστημονική φιλολογία από τον κοινωνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”